τσιγκλάω

τσιγκλάω
τσιγκλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε ), τσίγκλησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιγκλώ — και τσιγκλάω Ν [τσίγκλα] 1. κεντρίζω ζώο 2. μτφ. ερεθίζω, πειράζω κάποιον με τα λόγια μου («μην τόν τσιγκλάς, γιατί θυμώνει εύκολα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”